- σκληρόφθαλμος
- -ον, Ααυτός που έχει σκληρά, δηλαδή δυσκίνητα ή και ακίνητα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὀφθαλμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληροφθαλμότερα — σκληρόφθαλμος having hard dry eyes neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροφθάλμοις — σκληρόφθαλμος having hard dry eyes masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροφθάλμων — σκληρόφθαλμος having hard dry eyes masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροφθάλμῳ — σκληρόφθαλμος having hard dry eyes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρόφθαλμα — σκληρόφθαλμος having hard dry eyes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρόφθαλμοι — σκληρόφθαλμος having hard dry eyes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
σκληροφθαλμία — ἡ, Α [σκληρόφθαλμος] παθολογική σκλήρυνση τών οφθαλμών που έχει ως αποτέλεσμα τη δυσκινησία ή και την ακινησία τους … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek